- ἐμπλάστρῳ
- ἔμπλαστρονsalveneut dat sgἔμπλαστροςsalvefem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπλαστρώνω — και εμπλαστρώ ( όω) και μπλαστρώνω (AM ἐμπλαστρῶ, όω) τοποθετώ έμπλαστρο στο δέρμα νεοελλ. 1. επαλείφω κάτι με στρώμα πηχτής ύλης 2. καλύπτω πρόχειρα … Dictionary of Greek